ἰβιοπρόσωπος

ἰβιοπρόσωπος
ἰβῐο-πρόσωπος, ον,
A ibis-faced, PMag.Leid.V.5.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιβιοπρόσωπος — ἰβιοπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει πρόσωπο ίβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, ιος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. α πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • ἰβιοπρόσωπον — ἰβιοπρόσωπος ibis faced masc/fem acc sg ἰβιοπρόσωπος ibis faced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίβις — Γενική ονομασία πτηνών της υπόταξης των πελαγομόρφων, της οικογένειας των θρησκειορνιθιδών. Το πιο γνωστό είναι η ί. η ιερά (Τhreskiornis aethiopicus), διαδεδομένο στην Αφρική (εκτός από τις νοτιοανατολικές περιοχές της) και σε μερικές ζώνες της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”